γαβραντώ
(ρ.)
γαβραdώ
[ɣavraˈdo]
Σίλ.
γαβρατώ
[ɣavraˈto]
Σινασσ., Φάρασ., Χαλβάντ.
γαβραστώ
[ɣavraˈsto]
Μισθ.
γαβραστίζου
[ɣavraˈstizu]
Μισθ.
Αόρ.
γαβράτ'σα
[ɣaˈvratsa]
Σινασσ.
Από το αορ. θ. kavradı του τουρκ. ρ. kavramak = α) αντιλαμβάνομαι, συλλαμβάνω β) αρπάζω, πιάνω γ) ως διαλεκτ. σημ., θερίζω με δρεπάνι. Ο τύπ. γαβραστώ πιθ. με επίδρ. του τουρκ. kavrayış = πιάσιμο με το χέρι.
Πβ.
καβραντώ
1. Αρπάζω
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Χαλβάντ.
:
Γαβραdά μιά χούφτα κισάρι
(Aρπάζει μιά χούφτα κριθάρι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Αν πει καλά έκαμες, και το κορίτσ' το γαβρατίσουν άλλοι, τι να ποίκεις;
(Αν πει καλά έκανες, και το κορίτσι το αρπάξουν άλλοι, τι θα κάνεις;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Ήρτεν ένα λύκος, γαβράτ'σεν το πόδι μ'
(Ήρθε ένας λύκος, άρπαξε το πόδι μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
βουτώ :2, γοπαρντίζω, καπουστίζω, καπτώ, σερματίζω
2. Ειδικότ., πιάνω με το μεγάλο δάχτυλο και τον δείκτη τα στάχυα για να τα θερίσω
Μισθ.