ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαβραντώ (ρ.) γαβραdώ [ɣavraˈdo] Σίλ. γαβρατώ [ɣavraˈto] Σινασσ., Φάρασ., Χαλβάντ. γαβραστώ [ɣavraˈsto] Μισθ. γαβραστίζου [ɣavraˈstizu] Μισθ. Αόρ. γαβράτ'σα [ɣaˈvratsa] Σινασσ. Από το αορ. θ. kavradı του τουρκ. ρ. kavramak = α) αντιλαμβάνομαι, συλλαμβάνω β) αρπάζω, πιάνω γ) ως διαλεκτ. σημ., θερίζω με δρεπάνι. Ο τύπ. γαβραστώ πιθ. με επίδρ. του τουρκ. kavrayış = πιάσιμο με το χέρι. Πβ. καβραντώ
1. Αρπάζω Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Χαλβάντ. : Γαβραdά μιά χούφτα κισάρι (Aρπάζει μιά χούφτα κριθάρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Αν πει καλά έκαμες, και το κορίτσ' το γαβρατίσουν άλλοι, τι να ποίκεις; (Αν πει καλά έκανες, και το κορίτσι το αρπάξουν άλλοι, τι θα κάνεις;) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Ήρτεν ένα λύκος, γαβράτ'σεν το πόδι μ' (Ήρθε ένας λύκος, άρπαξε το πόδι μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. βουτώ :2, γοπαρντίζω, καπουστίζω, καπτώ, σερματίζω
2. Ειδικότ., πιάνω με το μεγάλο δάχτυλο και τον δείκτη τα στάχυα για να τα θερίσω Μισθ.