γαβούνα
(ουσ. θηλ.)
γαβούνα
[ɣaˈvuna]
κ.α., Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yerbu (< αραβ. yarbū) = τυφλοπόντικας, βλ. Καραποτόσογλου (1990-1991: 270). Πβ. γάβουνος Πόντ. και τουρκ. διαλεκτ. kebi = μεγάλος ποντικός (βλ. THADS, λ. keme).
1. Tυφλοπόντικας
ό.π.τ.
2. Μτφ., χοιράδες, παθολογική διόγκωση των λεμφαδένων του λαιμού
Σινασσ.