γαβλάχος
(επίθ.)
γαβλάχος
[ɣaˈvlaxos]
Φάρασ.
Θηλ.
γαβλάχτ͑σα
[ɣaˈvlaxtʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
γαβλάχ̇ι
[ɣaˈvlaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kavlak = α) ξεφλουδισμένος β) χωρίς τρίχες, όπου και διαλεκτ. τύπ. gavlak.
1. Ξεφλουδισμένος
2. Φαλακρός
Συνών.
κέλι