ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζαλί (επίθ.) γαζαλί [ɣazaˈli] Μισθ. γαζ̑αλί [ɣazʝaˈli] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. gazel (< αραβ. ġazal = ερωτική ποίηση) = α) είδος ποιήματος β) είδος αμανέ (Redhouse, λ. gazel 1).
Παραδοσιακό τραγούδι : Ντα παιντιά κλώιξαν μι, είχαν τίδου, γαζ̑αλί κογιών' (Τα παδιά γύριζαν την Μεγάλη Εβδομάδα με, είχαν τέτοιο, κουδούνι του τραγουδιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γαζαλί τραγώιζαμ', τραγώιζαν ντου, λέ', τσι γήφτισκαν τσι νισιές σογκρατάν (Τραγουδούσαμε το παραδοσιακό τραγούδι, το τραγουδούσαν λέει, και άναβαν και φωτιές μετά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ