γαζαλί
(επίθ.)
γαζαλί
[ɣazaˈli]
Μισθ.
γαζ̑αλί
[ɣazʝaˈli]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. gazel (< αραβ. ġazal = ερωτική ποίηση) = α) είδος ποιήματος β) είδος αμανέ (Redhouse, λ. gazel 1).
Παραδοσιακό τραγούδι
:
Ντα παιντιά κλώιξαν μι, είχαν τίδου, γαζ̑αλί κογιών'
(Τα παδιά γύριζαν την Μεγάλη Εβδομάδα με, είχαν τέτοιο, κουδούνι του τραγουδιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γαζαλί τραγώιζαμ', τραγώιζαν ντου, λέ', τσι γήφτισκαν τσι νισιές σογκρατάν
(Τραγουδούσαμε το παραδοσιακό τραγούδι, το τραγουδούσαν λέει, και άναβαν και φωτιές μετά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ