ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊδούρι (ουσ. ουδ.) γαϊδούρι [ɣaiˈðuri] Σινασσ. γαϊδούρ' [ɣaiˈður] Γούρδ., Μισθ., Τροχ. γαϊdούρι [ɣaiˈduri] Αραβαν., Σίλ. γαϊdούρ' [ɣaiˈdur] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φερτάκ. γκαϊdούρ' [gaiˈdur] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ. καϊdούρ' [kaiˈdur] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. γαϊτούρι [ɣaiˈturi] Σινασσ. γαϊτούρ' [ɣaiˈtur] Σινασσ. qαϊτούρ' [qaiˈtur] Μαλακ., Φλογ. γαϊδίρι [ɣaiˈðiri] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. γαϊρίδι [ɣaiˈriði] Φάρασ. γαϊρίτ' [ɣaiˈrit] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. γαϊδούριν. Ο τύπ. γαϊρίδι από τον τύπ. γαϊδίρι με μετάθ. υγρού.
1. Γαϊδούρι ό.π.τ. : Ζέγιξαμ' ντα γαϊdούρια να οργώσουμ' (Ζεύαμε τα γαϊδούρια για να οργώσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ποίdζ̑εν ντα ξύα, φόρτωσέν ντα σο γαϊδίρι (Έκοψε τα ξύλα, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι) Φάρασ. -Dawk. Γιρμπιζιού γαϊdούρια (Γαϊδούρια Κύπρου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήραν μες γαϊδίρα, γαλτζεύκαμ' σα γαϊδίρα (Μας πήραν γαϊδούρια, καβαλούσαμε στα γαϊδούρια) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Λάμιξαν με ντα γαϊdούρια (Όργωναν με τα γαϊδούρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σα μπρό τον ταρό το βόιδι μο το γαϊδίρι κατσεύκαν σο στάβκου 'πέσου (Τον παλιό καιρό, το βόδι με το γαϊδούρι έπιασαν την κουβέντα μέσα στο στάβλο) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Γαϊδιρού γα (Γαϊδουριού γάλα˙ γαϊδουρόγαλα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Γαϊντουριού οβγό (Γαϊδουριού αβγό˙ ως απάντηση για κάτι παράλογο, που δεν μπορεί να ισχύει) Μισθ. Γαϊδουριού π'λάρ' (Γαϊδουριού πουλάρι˙ χαρακτηρισμός δυνατού ανθρώπου) Μισθ., Μαλακ. -Κωστ.Μ. Γαϊdουριού βήχα (Γαϊδουρόβηχας˙ κοκκύτης) Μισθ. -Μακρ. Γαϊντουριού βιλλί (Γαϊδουριού πέος˙ α) κυριολ., το πέος του γαϊδουριού, β) υβριστ. χαρακτηρισμός για κάποιον) Μισθ. Γαϊdουριού ντασ̑ά (Γαϊδουριού όρχεις˙ συνόδευε τον χαιρετισμό που απηύθυνε κάποιος σε γνωστό του που είχε καιρό να συναντήσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γαϊδιρού γαφάς (Γαϊδουριού κεφάλι˙ ανοησίες) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. qαϊτουριού τσοπάνους (Γαϊδουροβοσκός˙ ύβρις) Μαλακ. -Τζιούτζ. Σακάρ γαϊdούρ’ (Γαϊδούρι με άσπρο λεκέ˙ χαρακτηρισμός ανθρώπου με άσπρη τούφα στα μαλλιά, την οπ. θεωρούσαν κακό οιωνό) Ανακ. -Κωστ.Α. Οπ' να σι γκεϊντιρντίσ' ντου γαϊdούρ' (Που να σε γαμήσει το γαϊδούρι˙ υβριστική έκφραση ως ένδειξη εκνευρισμού) Μισθ. Έριτι μι του γαϊdούρ' (Ερχεται με το γαϊδούρι˙ για κάποιον ή κάτι που έρχεται με αργοπορία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ούτε το γαϊdούρ' ντε μπόρ' να καλέψ' (Ούτε γαϊδούρι δεν μπορεί να καβαλικέψει˙ κοροϊδία σε ανεπρόκοπη γυναίκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Α γαλτζέψει σο γαϊρίδι (Θα καβαλικέψει το γαϊδούρι˙ για ανήθικη γυναίκα που κινδύνευε με διαπόμπευση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το γαϊρίδι του 'λήτεψεν ντα κα (Το γαϊδούρι το έδεσε καλά˙ εξασφαλίστηκε κάποιος κυρίως οικονομικά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Δέβασ' το γαϊρίδι 'σ' το νερό (Πέρνα το γαϊδούρι από το νερό˙ απάντηση σε κάποιον που ζητά κάτι αδύνατον να πραγματοποιηθεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ηυρες ψοφισμένα γαϊρίδε να ξεκαλεγώσ' (Βρήκες ψόφια γαϊδούρια να ξεπεταλώσεις˙ για όποιον εκμεταλλεύεται αδύναμους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έφαγεν το γαϊdούρ' και πόμ'νεν τ' ουράγια τ' (Έφαγε το γαϊδούρι κι έμεινε η ουρά του˙ όταν κάποιος έχει σχεδόν τελειώσει μιά δύσκολη συνήθ. εργασία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρεις κατζιgάν' ένα γαϊτούρ’ (Τρεις τσιγγάνοι ένα γαϊδούρι˙ Όταν πολλοί άνθρωποι θέλουν να χρησιμοποιήσουν ένα και το αυτό αντικείμενο) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν ντου κοντεύει (Το γαϊδούρι αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει˙ για τα παιδιά που μεγαλώνουν και δεν τους χωρούν τα ρούχα τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το γαϊρίδι σόπου 'άν’dα τσ̑εντείς πολύ, για 'α σε σ̑έσει, για 'α σε 'αχτίσει (Το γαϊδούρι, όσο το τσιγκλάς πολύ, ή θα σε χέσει ή θα σε κλοτσήσει˙ η υπομονή έχει και τα όρια της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Όποιος λυπάται το καρφί χάνει το πέταλον, κι όποιος λυπάται το πέταλον χάνει το γαϊτούρι τ' (Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει το πέταλο, κι όποιος λυπάται το πέταλον, χάνει το γαϊδούρι του˙ όποιος τσιγκουνεύεται για τα πιο φθηνά αλλά απαραίτητα, χάνει και τα πιο σημαντικά ή πιο ακριβά) Σινασσ. -Αρχέλ. Στου Χαλα̈πού τη στράτα, γαϊριδού 'χνάρε 'υρεύ' (Στου Χαλεπιού τον δρόμο. γαϊδουριού αχνάρια ψάχνει˙ είναι αδύνατον να βρει κάποιος κάτι μέσα στο πλήθος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Τσ̑είνdι ένα γιριά, ψήν', ψήν'
τρώω τσ̑ι γαϊdουριού τ' αφτιά
(Είναι μιά γριά, ψήνει, ψήνει
τρώω και του γαϊδουριού τα αφτιά)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. γάιδαρος :1, γομάρι, εσέκ
2. Χαρακτηρισμός για άνθρωπο αναίσθητο και αγενή κ.α., Μισθ., Φάρασ. : Καλά, ρε γαϊdούρια, ένtικα χρονώ έμα'ιτ' να πγίνιτ' τζί'άρα (Καλά, βρε γαϊδούρια, έντεκα χρονών μάθατε να καπνίζετε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ενότουν γαϊδίρι (Έγινε γαϊδούρι, άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ άσχημα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. γάιδαρος :2