γαϊνής
(ουσ. αρσ.)
γαϊνής
[ɣaiˈnis]
Φάρασ.
Θηλ.
γαϊνού
[ɣaiˈnu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kayın= αδελφός της συζύγου.