γάιρι
(επίρρ.)
γάιρϋ
[ˈɣairy]
Σίλ.
κάιρι
[ʹkairi]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. επίρρ. gayrı = από τώρα και στο εξής.
Από τώρα και στο εξής
:
Τότι κόρη παίρει του σταχτιτζ̑ή· 'ενίσκιτι γάιρϋ 'εναίκα του
(Τότε η κοπέλα παίρνει τον πωλητή στάχτης· από τότε γίνεται σύζυγός του)
Σίλ.
-Dawk.
Ερ να πορώσ̑εις να τσ̑η τραβήξεις όξου οπ’ τσ̑η σύρα, ’κει γάιρϋ κόβιτσι γουβέτσ̑ι τσ̑ης
(Αν μπορέσεις να την τραβήξεις έξω από την πόρτα, αποκεί και πέρα χάνεται η δύναμή της)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Κάιρι σ̑ύρετε παιγιά μ’, γιαυτό σας μπορείτε να κεζιντάτε
(Πηγαίνετε, παιδιά μου, από δω κι εμπρός μπορείτε να τα βγάλετε πέρα μόνα σας)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.