ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάιρι (επίρρ.) γάιρϋ [ˈɣairy] Σίλ. κάιρι [ʹkairi] Φερτάκ. Από το τουρκ. επίρρ. gayrı = από τώρα και στο εξής.
Από τώρα και στο εξής : Τότι κόρη παίρει του σταχτιτζ̑ή· 'ενίσκιτι γάιρϋ 'εναίκα του (Τότε η κοπέλα παίρνει τον πωλητή στάχτης· από τότε γίνεται σύζυγός του) Σίλ. -Dawk. Ερ να πορώσ̑εις να τσ̑η τραβήξεις όξου οπ’ τσ̑η σύρα, ’κει γάιρϋ κόβιτσι γουβέτσ̑ι τσ̑ης (Αν μπορέσεις να την τραβήξεις έξω από την πόρτα, αποκεί και πέρα χάνεται η δύναμή της) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Κάιρι σ̑ύρετε παιγιά μ’, γιαυτό σας μπορείτε να κεζιντάτε (Πηγαίνετε, παιδιά μου, από δω κι εμπρός μπορείτε να τα βγάλετε πέρα μόνα σας) Φερτάκ. -Αρχέλ.