δώθε
(επίρρ.)
δώθε
[ˈðoθe]
Σινασσ.
δέθε
[ˈðeθe]
Φάρασ.
λα̈́θι
[ˈlæθi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
λέθι
[ˈleθi]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐδώθε. Ο τύπ. δέθε με αφομ. Για την σύνταξή του βλ. Αναστασιάδης (1976: 113).
Στο εξής, έκτοτε
ό.π.τ.
:
Aπεκεί τότες και δώθε πιάστα, δε μπορώ να σαλέψω
(Από τότε και στο εξής πιάστηκα, δεν μπορώ να κουνηθώ)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τσαι 'πό τότε δέθε
(Από τότε και εξής)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ο Βαρασ̑ός 'πό τότε 'δέθε 'ενότουν παλληκαρίουν φωλέ
(Από τότε, τα Φάρασα έγιναν φωλιά παλληκαριών)
Φάρασ.
-Αναστασ.
'πό πέρτσυ δέθε άφ' τζ̑ο πάτ'σεν σο σπίτι μας
(Από πέρσι και στο εξής δεν ξαναπάτησε στο σπίτι μας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Aτό το βόιδι έχω τα 'πό πέρτσι λα̈́θι
(Αυτό το βόδι το έχω από πέρσι)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.
'ς την άνοιξη λα̈́θι άου τζ̑ο βρέσ̑ισιν
(Από την άνοιξη και μετά δεν ξανάβρεξε άλλο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
'πο τότι λα̈́θι οι ναίτσ̑ις είντι καταρισμένα τσ̑αι λέν τι πουά ψέματα
(Από τότε οι γυναίκες είναι καταραμένες και λένε πολλά ψέματα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Την ευίτσα λέθι ογρασ̑τιέου
(Από το πρωί προσπαθώ)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.