ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δύνω (ρ.) δύνω [ˈðino] Σινασσ. ρύω [ˈrio] Αραβαν. Αρχ. ρ. δύνω.
Στο γ' πρόσ., για ήλιο και ουράνια σώματα, δύω ό.π.τ. : || Ασμ. Εβράδυν παλιοβράδυν κι όλιος έδυνε, κι ο ώριος ο Γιαννάκης πάγει ’ς τ’ Όξύβουνο (Βράδιασε και πάλι βράδιασε κι ο ήλιος έδυε, κι ο ωραίος ο Γιαννάκης πάει στο Οξύβουνο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βουλιάζω, βουτώ, μπατίζω :2, Αντίθ αυγάζω :1, βγαίνω, γεννώ :1
Τροποποιήθηκε: 18/06/2025