ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δύνω (ρ.) δύνω [ˈðino] Σινασσ. ρύω [ˈrio] Αραβαν. Αρχ. δύνω = δύω.
Στο γ' πρόσ., για ήλιο και ουράνια σώματα, δύω ό.π.τ. : || Ασμ. Έβράδην παλιοβράδυν κι ολιος έδυνε, κι ο ώριος ο Γιαννάκης πάγει ’ς τ’ Όξύβουνο (Βράδιασε και πάλι βράδιασε κι ο ήλιος έδυε, κι ο ωραίος ο Γιαννάκης πάει στο Οξύβουνο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βουλιάζω, βουτώ, μπατίζω