ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δρουβανίζω (ρ.) δουρβανίζω [ðurvaˈnizo] Σινασσ., Φερτάκ. ντουρβανίζω [durvaˈnizo] Αραβαν., Τροχ. ντουβρανίζω [duvraˈnizo] Ουλαγ. ντουρβανίζου [durvaˈnizu] Μισθ., Τσαρικ. τουρβανίζω [turvaˈnizo] Ανακ., Φερτάκ., Φλογ. ντρουβανίζω [druvaˈnizo] Φάρασ. τρουβανίζω [truvaˈnizo] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. δουρβάνιζα [ðurˈvaniza] Φερτάκ. ντουρβάνιζα [durˈvaniza] Μισθ. ντουρβάνd'ζ̑α [durˈvandʒa] Αξ., Τροχ. Αόρ. τουρβάν'σα [turvanˈsa] Φλογ. Από τo ουσ. δρουβάνι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Χτυπώ γάλα ή ξινόγαλα σε ειδικό σκεύος (το δρουβάνι) για να παραγάγω βούτυρο ό.π.τ. : Ντουρβάνιζιν ντου, βγάλιξιν καράτσ’ (Το χτυπά, βγάζει βούτυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Άλμεγαμ’ τα, κάνισκαμ' γιαούρτι, δουρβάνιζαμ’ κάνισκαμ’ βούτυρο (Τα αρμέγαμε (τα αγελάδια), κάναμε γιαούρτι, το χτυπάγαμε, κάναμε βούτυρο) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ἀρμιζαμ’ ντα χτηνά, παίριξαμ’ γάλα, ντουρβάνιζαμ’ ντου, βγάλλιξαμ’ βούτ’ρους (Αρμέγαμε τις αγελάδες, παίρναμε γάλα, το χτυπούσαμε, βγάζαμε βούτυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ένα μέρα τουρβάν'σεν, ξέβαλεν βούτ'ρο (Μια μέρα χτύπησε γιαούρτι στο δρουβάνι, έβγαλε βούτυρο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ντουρβάνd'ζ̑αμ’ ντο, ξ̑υλιώνας ντουρβάν’, βγάλλισ̑καμ’ το βούτ’ρο και το είχαμ’ στην άκρη και τρώγαμ’ (Το χτυπούσαμε, σε ξύλινο δουρβάνι, βγάζαμε το βούτυρο και το αποθηκεύαμε και τρώγαμε) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Μη τα τρουβανίζεις ποσουνά (Μην τα κοπανάς άδικα˙ μη ματαιοπονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., ασχολούμαι σχολαστικά με κάτι Φάρασ. : Μη τα ντρουβανίζουμε τζ̑αι δεβαίν' ο ταρός σον άνεμο (Μην το πολυκοσκινίζουμε και περνά άσκοπα ο καιρός) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.