δρουβανίζω
(ρ.)
δουρβανίζω
[ðurvaˈnizo]
Σινασσ., Φερτάκ.
ντουρβανίζω
[durvaˈnizo]
Αραβαν., Τροχ.
ντουβρανίζω
[duvraˈnizo]
Ουλαγ.
ντουρβανίζου
[durvaˈnizu]
Μισθ., Τσαρικ.
τουρβανίζω
[turvaˈnizo]
Ανακ., Φερτάκ., Φλογ.
ντρουβανίζω
[druvaˈnizo]
Φάρασ.
τρουβανίζω
[truvaˈnizo]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
δουρβάνιζα
[ðurˈvaniza]
Φερτάκ.
ντουρβάνιζα
[durˈvaniza]
Μισθ.
ντουρβάνd'ζ̑α
[durˈvandʒa]
Αξ., Τροχ.
Αόρ.
τουρβάν'σα
[turvanˈsa]
Φλογ.
Από τo ουσ. δρουβάνι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Χτυπώ γάλα ή ξινόγαλα σε ειδικό σκεύος (το δρουβάνι) για να παραγάγω βούτυρο
ό.π.τ.
:
Ντουρβάνιζιν ντου, βγάλιξιν καράτσ’
(Το χτυπά, βγάζει βούτυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άλμεγαμ’ τα, κάνισκαμ' γιαούρτι, δουρβάνιζαμ’ κάνισκαμ’ βούτυρο
(Τα αρμέγαμε (τα αγελάδια), κάναμε γιαούρτι, το χτυπάγαμε, κάναμε βούτυρο)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ἀρμιζαμ’ ντα χτηνά, παίριξαμ’ γάλα, ντουρβάνιζαμ’ ντου, βγάλλιξαμ’ βούτ’ρους
(Αρμέγαμε τις αγελάδες, παίρναμε γάλα, το χτυπούσαμε, βγάζαμε βούτυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ένα μέρα τουρβάν'σεν, ξέβαλεν βούτ'ρο
(Μια μέρα χτύπησε γιαούρτι στο δρουβάνι, έβγαλε βούτυρο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντουρβάνd'ζ̑αμ’ ντο, ξ̑υλιώνας ντουρβάν’, βγάλλισ̑καμ’ το βούτ’ρο και το είχαμ’ στην άκρη και τρώγαμ’
(Το χτυπούσαμε, σε ξύλινο δουρβάνι, βγάζαμε το βούτυρο και το αποθηκεύαμε και τρώγαμε)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Μη τα τρουβανίζεις ποσουνά
(Μην τα κοπανάς άδικα˙ μη ματαιοπονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., ασχολούμαι σχολαστικά με κάτι
Φάρασ.
:
Μη τα ντρουβανίζουμε τζ̑αι δεβαίν' ο ταρός σον άνεμο
(Μην το πολυκοσκινίζουμε και περνά άσκοπα ο καιρός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.