δρουβανιστός
(επίθ.)
τρουβανιστός
[truvaniˈstos]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. δρουβανιστός (Λεξ. Κριαρ.).
Χτυπημένος στο δρουβάνι
:
Φέρι μι λἐικ-κο τρουβανιστό τάνι
(Φέρε μου λίγο χτυπημένο αϊράνι)
Φάρασ.
-Αναστασ.