ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δρουβάνισμα (ουσ. ουδ.) ντρουβάνισμα [druˈvanizma] Φάρασ. ντουρβάνισμα [durˈvanizma ] Αξ. ντουρβάνημα [durˈvanima ] Τροχ. τουρβάνισμα [turˈvanizma] Ανακ. Από το ρ. δρουβανίζω, όπου και τύπ. ντουρβανίζω και τουρβανίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χτύπημα του γάλακτος σε ειδικό σκεύος για να παραχθεί το βούτυρο ό.π.τ. : || Παροιμ. Το πολύν το ντρουβάνισμα, ’στου ’α βκάλει τα άλειμμα, περτσόν τζ̑ο βγκαλαίνει (Το πολὺ χτύπημα, όσο βούτυρο βγάλει, περισσότερο δεν βγάζει˙ ας μη ζητάμε περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει κανείς) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.