δρουβάνισμα
(ουσ. ουδ.)
ντρουβάνισμα
[druˈvanizma]
Φάρασ.
ντουρβάνισμα
[durˈvanizma ]
Αξ.
ντουρβάνημα
[durˈvanima ]
Τροχ.
τουρβάνισμα
[turˈvanizma]
Ανακ.
Από το ρ. δρουβανίζω, όπου και τύπ. ντουρβανίζω και τουρβανίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χτύπημα του γάλακτος σε ειδικό σκεύος για να παραχθεί το βούτυρο
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το πολύν το ντρουβάνισμα, ’στου ’α βκάλει τα άλειμμα, περτσόν τζ̑ο βγκαλαίνει
(Το πολὺ χτύπημα, όσο βούτυρο βγάλει, περισσότερο δεν βγάζει˙ ας μη ζητάμε περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει κανείς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.