δωρίζω
(ρ.)
ντωρίζω
[doˈrizo]
Μισθ.
Από το νεότ. ρ. δωρίζω, το οπ. από το μεσν. ρ. δωρίζομαι (< αρχ. ουσ. δῶρον και παραγωγ. επίθμ. -ίζομαι).
Δωρίζω, χαρίζω
:
Ντωρίζου σ’ νεκκλησ̑ά ντου μάλι μ’
(Χαρίζω στην εκκλησία το βιος μου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γαλαγατιάζω, μπαγισλαντίζω, χαρίζω