γαϊρετλής
(επίθ.)
γαϊρετ͑λούς
[ɣairetʰˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
γαϊρετ͑λούσα
[ɣairetʰˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. gayretli = εργατικός.
2. Φιλότιμος
Συνών.
κιμπιρλού :1, μερχαμετλούς :1