αψύς
(επίθ.)
αψύς
[aˈpsis]
Σινασσ.
αψύ
[aˈpsi]
Μισθ.
αψός
[aˈpsos]
Σίλ., Σινασσ.
αψό
[aˈpso]
Ανακ.
Μεσν. επίθ. ἀψύς, το οπ. υποχωρητ. από σύνθετα όπως ἀψίκορος, ἀψίχολος κ.τ.ο. O τύπ. αψός ήδη μεσν., βλ. LBG, Κριαρ. Η λ. κυρίως σε άσμ.
3. Ταχύς, γρήγορος
Ανακ., Μισθ., Σινασσ.
:
Πήγεν και το βασιλόπ'λο με τ' αψύ τ' άλογο
(Πήγε και το βασιλόπουλο με το γρήγορο άλογο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ταρνός
β.
Βιαστικός
Σινασσ.
γ.
Ξαφνικός
Ανακ.