ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψύς (επίθ.) αψύς [aˈpsis] Σινασσ. αψύ [aˈpsi] Μισθ. αψός [aˈpsos] Σίλ., Σινασσ. αψό [aˈpso] Ανακ. Μεσν. επίθ. ἀψύς, το οπ. υποχωρητ. από σύνθετα όπως ἀψίκορος, ἀψίχολος κ.τ.ο. O τύπ. αψός ήδη μεσν., βλ. LBG, Κριαρ. Η λ. κυρίως σε άσμ.
1. Οξύθυμος, ευέξαπτος Σινασσ. Συνών. χολιακός, χολιανός
2. Ζωηρός, δραστήριος Σινασσ. Συνών. αζντουρμά :1, αλγούνης :3, αφατσάν, αφσάρικος, γιαμάνι, ντιρής
3. Ταχύς, γρήγορος Ανακ., Μισθ., Σινασσ. : Πήγεν και το βασιλόπ'λο με τ' αψύ τ' άλογο (Πήγε και το βασιλόπουλο με το γρήγορο άλογο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ταρνός
β. Βιαστικός Σινασσ.
γ. Ξαφνικός Ανακ.