αψού
(ουσ. ουδ.)
αψού
[aˈpsu]
Ανακ.
Ηχομιμητ., πβ. και τουρκ. hapşu.
Φτέρνισμα
Συνών.
φταρμός :1, φτάρσιμο
Τροποποιήθηκε: 24/04/2023