αχτσελί
(ουσ. ουδ.)
αχτσ̑ελί
[axtʃeˈli]
Ανακ.
Από το τουρκ. επίθ. akçeli = α) σχετικός με τα νομίσματα ακτσέδες ή με το χρήμα β) πλούσιος.