άχτημα (I)
(ουσ. ουδ.)
άχτημα
[ˈaxtima]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το ρ. αχτίζω, όπου και τύπ. αχτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.