ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άχτημα (I) (ουσ. ουδ.) άχτημα [ˈaxtima] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. Από το ρ. αχτίζω, όπου και τύπ. αχτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ροή ό.π.τ. Συνών. περπάτημα
2. Χύσιμο Μισθ. : Λεροϊού ντ' άχτημα (Το χύσιμο του νερού) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κόνωμα :1