ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχταρντίζω (ρ.) αχταρντίζω [axtarˈdizo] Φάρασ. αχταρντώ [axtarˈdo] Σίλ. αχνταρντώ [axdarˈdo] Αφσάρ., Σινασσ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. ρ. aktarmak (αόρ. aktardı), όπου και διαλεκτ. τύπ. ahtarmak = α) αναποδογυρίζω β) μεταφέρω γ) οργώνω δ) ρίχνω κάτω δ) διαλεκτ., ρίχνω τα στάχυα κατά το αλώνισμα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ανακατεύω, κυρίως τα στάχυα στο αλώνι ό.π.τ. Συνών. ανακατώνω, αναταράζω, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω, κλουφατουρντίζω
2. Οργώνω Σίλ. : Πήγαμι ν’ αχταρτζίσουμι ταρλά (Πήγαμε να οργώσουμε το χωράφι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ζευγαρίζω, λαμναίνω, λάμνω