ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάμνω (ρ.) λάμνω [ˈlamno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. λάμω [ˈlamo] Ποτάμ. λάμου [ˈlamu] Μισθ., Τσαρικ. λιάμω [ˈʎamo] Σινασσ. λαμίσκω [laˈmisko] Τροχ. Παρατατ. ήλαμνα [ˈilamna] Σεμέντρ. ήαμνα [ˈiamna] Φκόσ. έλιαμα [ˈeʎama] Σινασσ. λάμνισκα [lamniska] Αραβαν., Φλογ. λάμισκα [lamiska] Μισθ. λιάμισκα [ˈʎamiska] Σινασσ. Αόρ. ήλασα [ˈilasa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ. έλαμα [ˈelama] Αραβαν., Τσελτ. Υποτ. νάσω [ˈnaso] Φάρασ. λάμω [ˈlamo] Αραβαν. Από το μεσν. ρ. λάμνω < αρχ. ἐλαύνω.
Οργώνω ό.π.τ. : Εγώ 'τον κειότομαι τρία χρονού ταυρί, πιάνισ̑καν με ασ' τ’ ωdί μ, και βζέγισ̑καν με σο ζί, και λάμνισ̑κα (Εγώ όταν ήμουν ταυράκι τριών χρονών, με έπιαναν από το αφτί μου, και με έζευγαν στο ζυγό, και όργωνα) Φλογ. -Dawk. Τον Απρίλ’ λάμν’ το ζευγάρι να καβαρντίζ το χώμα (Τον Απρίλιο οργώνει το ζευγάρι των βοδιών, για να αφρατεύει το χώμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λάμου τσι σπέρου ντου κόμμα (Οργώνω και σπέρνω το χωράφι) Μισθ. -Κοτσαν. Ντεκαοχτώ στρέμμαδα με ένα βόι λαζιόδουν, έο; (Δεκαοχτώ στρέμματα οργώνονταν με ένα βόδι ε;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το κόμμα μαυτό μ' ήλασα, μαυτό μ' έσπειρα το (Το χωράφι μόνο μου το όργωσα, μόνος μου το έσπειρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σπέρισκαμ' νεγκιριώνις, λάβισκαμ' (Σπέρναμε μποστάνια, οργώναμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λάμισκα τρία μέρις ’ς εκείνου, να λάσ' 'να μέρα σε μένα (Όργωνα τρεις μέρες σ' εκείνον, να οργώσει μιά μέρα σε μένα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Βαβά μ' λέιξι: «Λάμι λίου, βόητα» (Ο μπαμπάς μου έλεγε: «Όργωσε λίγο, βοήθα») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Νταρανά χωράφια μι δα τρακτέρια βγάλλ'νι πιο πολύ, γιαΐ λαϊμιένdι πιο αψά· μι δα τρακτέρια σε ντέκα μέρες λάμεις πεντακόσ̑α στρέμμαδα (Τα σημερινά χωράφια με τα τρακτέρ παράγουν πιο πολύ, γιατί οργώνονται πιο γρήγορα· με τα τρακτέρ σε δέκα μέρες οργώνεις πεντακόσια στρέμματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Λάσιμα ήλασα τσ̑΄ογώ, χέριμα ντε χέρ'σα (Στο όργωμα όργωσα κι εγώ, στο θέρισμα δεν θέρισα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αχταρντίζω, ζευγαρίζω, λαμναίνω