ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊπέτι (ουσ. ουδ.) γαϊπέτι [ɣaiˈpeti] Τσελτ. γαϊπα̈́τι [ɣaiˈpæti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. gıybet (< αραβ. ġība(t)) = κακολογία, συκοφαντία.
Κακολογία, συκοφαντία ό.π.τ. : || Φρ. Φτένω γαϊπα̈́τι (Φτιάχνω κακολογία˙ κακολογώ, κατηγορώ άδικα) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Κάνουν το γαϊπέτι μας (Mας κακολογούν, μας πιάνουν στο στόμα τους˙ λεγόταν κατά πρόληψη όταν έτριζαν τα ξύλα στην φωτιά) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ37 Συνών. γόβι, καραμέτι