γαϊπέτι
(ουσ. ουδ.)
γαϊπέτι
[ɣaiˈpeti]
Τσελτ.
γαϊπα̈́τι
[ɣaiˈpæti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. gıybet (< αραβ. ġība(t)) = κακολογία, συκοφαντία.
Κακολογία, συκοφαντία
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Φτένω γαϊπα̈́τι
(Φτιάχνω κακολογία˙ κακολογώ, κατηγορώ άδικα)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Κάνουν το γαϊπέτι μας
(Mας κακολογούν, μας πιάνουν στο στόμα τους˙ λεγόταν κατά πρόληψη όταν έτριζαν τα ξύλα στην φωτιά)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ37
Συνών.
γόβι, καραμέτι