ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γόβι (ουσ. ουδ.) Πληθ. γόβια [ˈɣovʝa] Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kov = κουτσομπολιό, κακοήθης διάδοση.
Συκοφαντία, κουτσομπολιό ό.π.τ. : Ου να την κάψ', ποιος ξεύρ' πάλε τι γόβια πήγε να ποίκ' (Που να την κάψει ο Θεός, ποιος ξέρει πάλι τι συκοφαντίες πήγε να διασπείρει) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γαϊπέτι, γοβτσουλούχι, καραμέτι