γόβι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γόβια
[ˈɣovʝa]
Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kov = κουτσομπολιό, κακοήθης διάδοση.
Συκοφαντία, κουτσομπολιό
ό.π.τ.
:
Ου να την κάψ', ποιος ξεύρ' πάλε τι γόβια πήγε να ποίκ'
(Που να την κάψει ο Θεός, ποιος ξέρει πάλι τι συκοφαντίες πήγε να διασπείρει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γαϊπέτι, γοβτσουλούχι, καραμέτι