γοβτσουλούχι
(ουσ.)
γοβτσουλούχ
[ɣovtsuˈlux]
Μισθ.
γοβτσιλούχ
[ɣovtsiˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kovculuk = κουτσομπολιό.
1. Κουτσομπολιό, διασπορά κακολογιών, κακεντρεχή σχόλια
:
Ούτσ̑α ντοΐστιζαν τ’ απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά, προπάνdων για ντα ντορμόνια, για δα τίδαα για δα γοβτσ̑ουλούχια
(Έτσι τσακώνονταν ο πάνω μαχαλάς με τον κάτω μαχαλά, προπάντων για τα όρια των χωραφιών, για τα τέτοια, για τα κουτσομπολιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντε κρέιξιν γοβτσιλούχια
(Δεν ήθελε σχόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γόβι, τσόρι :2
2. Κουβεντολόι, συντροφιά
:
Τι γοβτσιλούχ' σ̑άνιτ'!
(Τι κουτσομπολιό κάνετε!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ελάτ’ να μποίκουμ' γοβτσιλούχ'!
(Ελάτε να κουβεντιάσουμε!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
χελεσέ