ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοβτσουλούχι (ουσ.) γοβτσουλούχ [ɣovtsuˈlux] Μισθ. γοβτσιλούχ [ɣovtsiˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kovculuk = κουτσομπολιό.
1. Κουτσομπολιό, διασπορά κακολογιών, κακεντρεχή σχόλια : Ούτσ̑α ντοΐστιζαν τ’ απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά, προπάνdων για ντα ντορμόνια, για δα τίδαα για δα γοβτσ̑ουλούχια (Έτσι τσακώνονταν ο πάνω μαχαλάς με τον κάτω μαχαλά, προπάντων για τα όρια των χωραφιών, για τα τέτοια, για τα κουτσομπολιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντε κρέιξιν γοβτσιλούχια (Δεν ήθελε σχόλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γόβι, τσόρι :2
2. Κουβεντολόι, συντροφιά : Τι γοβτσιλούχ' σ̑άνιτ'! (Τι κουτσομπολιό κάνετε!) Μισθ. -Κοτσαν. Ελάτ’ να μποίκουμ' γοβτσιλούχ'! (Ελάτε να κουβεντιάσουμε!) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. χελεσέ