γογξουλαντίζω
(ρ.)
γογξ̑ουλανdίζου
[ɣoŋkʃulanˈdizu]
Μισθ.
Από το ουσ. κομσούς, όπου και τύπ. γογξ̑ού, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Γειτονεύω