γαϊτιάζω
(ρ.)
γαϊτιάζω
[ɣaiˈtçazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. καγίτι, όπου και τύπ. γαγίτι, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Πβ.
καγίτι
1. Προμηθεύομαι
2. Φροντίζω
Συνών.
ντρανώ :4, Αντίθ
διαβαίνω :2