μερχαμετλούς
(επίθ.)
μεχρεμετλούς
[mexremetˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. merhametli = συμπονετικός.
1. Eυσπλαχνικός, φιλότιμος
2. Ευγενικός
Αντίθ
γαϊδούρι :2, Συνών.
νεζίκ, τερμπιγελούς :1, τιλικάτσι