νεζίκ
(επίθ.)
νεζίκ
[neˈzik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. nazik = α) ευαίσθητος β) κομψός, ευγενής, καλλιεργημένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. nezik (THADS, λ. nezik I)
Αβρός