τριπλιώτικο
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τριπλιώτικα
[triˈpʎotika]
Σινασσ.
τιριπλιώτικα
[tiriˈpʎotika]
Δίλ.
τ͑ιρπιλιώτ'κα
[tʰirpiˈʎotka]
Ανακ.
Από το ουσ. τριπλή, όπου και θηλ. τύπ. τιριπλή και τ͑ιρπιλή και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
Δώρα, όπως φόρεμα και ξηροί καρποί, που χαρίζουν κατά τις παραμονές του γάμου οι γονείς του γαμπρού στη νύφη, η οποία συχνά έκανε εκείνη την περίοδο τριήμερη νηστεία
ό.π.τ.
Πβ.
γαλαγάτι :1, γαλαγάτι :2, μποχτσάς, χάρισμα