τριπλαριά
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
τριπλαριές
[triplaˈrʝes]
Αραβαν.
Από το μεσν. αριθμ. επίθ. τριπλός (< αρχ. τριπλόος-τριπλοῦς) με παραγωγ. επίθμ. -αριά.
Tριήμερη νηστεία στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, κατά την οποία απέχουν εντελώς από το φαγητό
Αραβαν.
Συνών.
τριπλή