τρίκακα
(αριθμ.)
τρίκακα
[ˈtrikaka]
Σινασσ.
Πεποιημένη λέξη, από το αριθμ. τρία, η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Λέξη που σε λάχνισμα στη θέση του αριθμού τρἰα
Σινασσ.