τρίβημα
(ουσ. ουδ.)
τρίβημα
[ˈtrivima]
Ανακ.
Γεν. Εν.
τριβημάτου
[triviˈmatu]
Ανακ.
Από το θ. τριβ- του ρ. τρίβω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Η τριβή
Ανακ.