τρέξιμο
(ουσ. ουδ.)
τρέξιμο
[ˈtreksimo]
Γούρδ.
τρέξ̑ιμο
[ˈtrekʃimo]
Αξ.
τρέξιμου
[ˈtreksimu]
Μισθ.
Νεοτ. ουσ. τρέξιμον (Λεξ. Σομ. λ. correnza), το οπ. από το ρ. τρέχω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμον > -σιμο.
1. Το τρέξιμο, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. τρέχω
ό.π.τ.
:
Σου τρέξιμου μοιάζου αν ντ’ άλουγου
(στο τρέξιμο ομοιάζω σαν άλογο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ειδικότ., το τρέξιμο ως τρόπος άθλησης
Μισθ.
:
Πιο καλό τσείι τρέξιμου ή ποδήλατο
(πιο καλό είναι το τρέξιμο ή το ποδήλατο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.