ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρέξιμο (ουσ. ουδ.) τρέξιμο [ˈtreksimo] Γούρδ. τρέξ̑ιμο [ˈtrekʃimo] Αξ. τρέξιμου [ˈtreksimu] Μισθ. Νεοτ. ουσ. τρέξιμον (Λεξ. Σομ. λ. correnza), το οπ. από το ρ. τρέχω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμον > -σιμο.
1. Το τρέξιμο, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. τρέχω ό.π.τ. : Σου τρέξιμου μοιάζου αν ντ’ άλουγου (στο τρέξιμο ομοιάζω σαν άλογο) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ειδικότ., το τρέξιμο ως τρόπος άθλησης Μισθ. : Πιο καλό τσείι τρέξιμου ή ποδήλατο (πιο καλό είναι το τρέξιμο ή το ποδήλατο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.