ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τριακόσιοι (αριθμ.) τιριακόσοι [tirʝaˈkosi] Ουδ. τριακόσ̑α [triaˈkoʃa] Αξ., Τσαρικ. τρακόσα [traˈkosa] Φερτάκ. τριγιακόσ̑α [triʝaˈkoʃa] Αξ. τρακόσια [traˈkosça] Σινασσ. Αρχ. αριθμ. τριακόσιοι. Για τους τύπ. τιρια- και τριγια- πβ. και τρία, όπου και τύπ. τίρια και τρίγια ή τριάντα όπου και τύπ. τιριάνdα και τριγιάνdα.
Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για τη δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 300 μονάδες ό.π.τ. : Μπορεί να ’ίνουσ̑ι τιριακόσοι (μπορεί να ήταν τριακόσοι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τρακόσια λογιών φρούτα είχαμ’ (είχαμε τριακοσίων ειδών φρούτα) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Mε τα τρακόσια δέκα (Με τους τρακόσιους δέκα˙ Με πολλούς ανθρώπους, με κόσμο πιθ. εννοούνται οι 310 πατέρες) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333