τρίψιμο
(ουσ. ουδ.)
τρίψιμο
[ˈtripsimo]
Γούρδ.
τρίψιμου
[ˈtripsimu]
Μισθ.
τρίψ̑ιμα
[ˈtripʃima]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. τρίψιμο (βλ. Λεξ. Βλάχ.), το οπ. από το θ. τριψ- του ρ. τρίβω με παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35).
1. Το τρίψιμο, η κίνηση ενός σώματος πάνω στην επιφάνεια άλλου σώματος με την άσκηση πίεσης
ό.π.τ.
Συνών.
κοπάνισμα, οβαλάτημα :1
2. Η εντριβή
Μισθ., Σίλ.
:
Όπουτια 'στένανι κανείς σιάνιξαμ’ ντου τρίψιμου μι γάζιαχ
(όποτε αρρώσταινε κάποιος τον κάναμε εντριβή με πετρέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.