ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλέτσι (ουσ. ουδ.) γαλέτσ̑' [ɣaˈletʃ] Μισθ. Πληθ. γαλέτσ̑α [ɣaˈletʃa] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalıç = δρεπάνι (Tietze 2016: λ. galıç).
Μικρό δρεπάνι για το θέρισμα χαμηλών σπαρτών. Πβ. δρεπάνι