γαλέτσι
(ουσ. ουδ.)
γαλέτσ̑'
[ɣaˈletʃ]
Μισθ.
Πληθ.
γαλέτσ̑α
[ɣaˈletʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalıç = δρεπάνι (Tietze 2016: λ. galıç).
Μικρό δρεπάνι για το θέρισμα χαμηλών σπαρτών.
Πβ.
δρεπάνι