γκεβίς
(ουσ. ουδ.)
γκεβίς̑
[ɟeˈviʃ]
Αξ.
γκεβίς
[ɟeˈvis]
Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Τσαρικ.
qεβίς̑
[qeˈviʃ]
Φλογ.
κεβίς
[ceˈvis]
Σινασσ.
γκα̈βίς
[ɟaˈvis]
Μισθ.
γκιάβις
[ˈɟavis]
Μισθ.
Από του τουρκ. ουσ. geviş = μηρυκασμός.
Mηρυκασμός
ό.π.τ.
:
Να πάρουν γκεβίς
(Να μηρυκάσουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ίτα πράμαδα παίρνει γκιάβις
(Τα ζώα είναι σε μηρυκασμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ό,τι παίρει γκα̈βίς τρώμ' ντου, ντα ντε παίρν'νι γκα̈βίς ντεν τα τρώμ'
(Ό,τι μηρυκάζει το τρώμε, όσα δεν μηρυκάζουν, δεν τα τρώμε)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
γκεβισλέτημα, κεβιστιέσιμα