ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελέτζεμα (ουσ. ουδ.) γκελέτζ̑εμα [ɟeˈledzema] Αξ., Ουλαγ., Τσαρικ. γκελέτζ̑ιμα [ɟeˈledzima] Μαλακ. γκιαλάτζ̑εμα [ɟaˈladzema] Μισθ. γκιαλάτσημα [ɟaˈlatsima] Μισθ. γκιαλέτζ̑εμα [ɟaˈledzema] Μισθ. κελέτζ̑εμα [ceˈleʤema] Φλογ. γκαλάτζ̑ημα [gaˈladzima] Σίλ. κάτζ̑εμα [ˈkadʒema] Φάρασ. Από το ρ. γκελετζεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Λόγος, ομιλία, λόγια ό.π.τ. : Ιτό τι γκελέτζ̑εμα 'ναι κάνεινος ντο ακι̂́λ’ ντε γερντά (Αυτός τι λόγος είναι, κανενός το μυαλό δεν νιώθει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νταρά μόνο γκιαλάτσημα να πάρ'; (Τώρα μόνο την ομιλία θα καταγράψει;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσανά γκελετζ̑έματα (Ανόητα λόγια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γκελετζί, είπεμα, λακιρντί, λάλημα, συντυχιά
2. Συζήτηση Μισθ. : Πιάσαμ' ένα γκιαλάτζ̑εμα 'δετσού μι του απ' τα Μάνdρις του κ'λάτσ̑' (Πιάσαμε μιά συζήτηση εδώ με το νεαρό απ' τις Μάντρες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γκελετζί
3. Αγόρευση Μισθ. : Ντου γκιαλάτζ̑εμα σ’ τσ̑όδουν πίς (Η αγόρευσή σου ήταν άσχημη) Μισθ. -Κοτσαν.