γκελέτζεμα
(ουσ. ουδ.)
γκελέdζ̑εμα
[ɟeˈledzema]
Αξ., Ουλαγ., Τσαρικ.
γκελέdζ̑ιμα
[ɟeˈledzima]
Μαλακ.
γκιαλάdζ̑εμα
[ɟaˈladzema]
Μισθ.
γκιαλάτσημα
[ɟaˈlatsima]
Μισθ.
γκιαλέdζ̑εμα
[ɟaˈledzema]
Μισθ.
κελέdζ̑εμα
[ceˈleʤema]
Φλογ.
γκαλάdζ̑ημα
[gaˈladzima]
Σίλ.
κάdζ̑εμα
[ˈkadʒema]
Φάρασ.
Από το ρ. γκελετζεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Λόγος, ομιλία, λόγια
ό.π.τ.
:
Ιτό τι γκελέdζ̑εμα 'ναι κάνεινος ντο ακι̂́λ' ντε γερντά
(Αυτός τι λόγος είναι, κανενός το μυαλό δεν νιώθει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νταρά μόνο γκιαλάτσημα να πάρ';
(Τώρα μόνο την ομιλία θα καταγράψει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσανά γκελεdζ̑έματα
(Ανόητα λόγια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γκελετζί, είπεμα, λακιρντί, λάλημα, συντυχιά
2. Συζήτηση
Μισθ.
:
Πιάσαμ' ένα γκιαλάdζ̑εμα 'δετσού μι του απ' τα Μάνdρις του κ'λάτσ̑'
(Πιάσαμε μιά συζήτηση εδώ με το νεαρό απ' τις Μάντρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γκελετζί
3. Αγόρευση
Μισθ.
:
Ντου γκιαλάdζ̑εμα σ’ τσ̑όδουν πίς
(Η αγόρευσή σου ήταν άσχημη)
Μισθ.
-Κοτσαν.