γκελέπ
(ουσ.)
γκα̈λα̈́π
[ɟæˈlæp]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. kelep = α) μεγάλο κουβάρι (κούκλα) νήματος β) μάτσο. Για την σημ. πβ. λ. αγκώνας με διαλεκτ. σημ. ‘ποσότητα νήματος’ (Πόντος) (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀγκῶνας 3, 4).
Αγκώνας
Συνών.
αγκώνας :1, ντιρσέκι :1