μπεσλούς
(επίθ.)
πεσλούς
[pezˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. besili = σιτευτός, καλοθρεμμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. besli. Πβ. ποντ. πεσλίν.