μπερμπέρης
(ουσ. αρσ.)
μπερμπέρης
[berˈberis]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ.
μπερμπέρ'
[berˈber]
Σίλ.
περμπέρ'
[perˈber]
Φάρασ.
περπέρης
[perˈperis]
Φλογ.
περπέρ'
[perˈper]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. berber = κουρέας. Πβ. νεότ. ουσ. μπαρμπέρης (< ιτ. barbiere).
Κουρέας
ό.π.τ.
:
Παγαίν̑-ν̑ει μπερμπέρ' τϋκιάνι
(Πηγαίνει στο μαγαζί του κουρέα)
Σίλ.
-Dawk.
Πάγασέν ντα σ’ αν μπερμπέρη
(Τον πήγε σε έναν κουρέα)
Φάρασ.
-Dawk.
ς τ' εμέτ' το σπίτ' ήβ'ραμε και ένα περπέρης να ξουρίσ̑' τα καλεσμένα, να ξουρίσ̑' και το γαμπρό
(Στο δικό μας το σπίτι φέραμε και έναν μπαρμπέρη να ξυρίσει του καλεσμένους, να ξυρίσει και το γαμπρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
ξουριστέρης