ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεσακόκκο (ουσ. ουδ.) μπεσ̑ακόκκο [beʃaˈkoko] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. pasak, pasah, pasaf = α) σάλιο β) μύξα, γ) βρωμιά δ) βρώμικα ρούχα ε) ως επίθ., βρώμικος στ) κακοντυμένος (βλ. THADS, λ. pasak II, pasaf II, Tietze 2018: λ. pasak) και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό νόθο παιδί, αλητάκι, μυξιάρικο : Φερύνκανε μπεσ̑ακόκκα ξύα (Τα αλητάκια φέρνανε ξύλα) Φάρασ. -Dawk.