ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπερτσέμι (ουσ. ουδ.) μπερτσ̑έμι [berˈtʃemi] Σίλ. περτσ̑έμι [perʹtʃemi] Σίλ. Πληθ. περτσέματα [perʹtsemata] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. perçem = τσουλούφι, τούφα μαλλιού.Ο τύπ. πληθ. περτσέματα από παρετυμολ. σύνδεση με το ουσ. περίσσευμα-περισσεύματα (Λουκόπουλος & Πετρόπουλος 1949: 107), που στα Φάρασ. απαντά με τους τύπ. πέρτσεμα-περτσέματα. Ο τύπ. πληθ. περτσέματα από παρετυμολ. σύνδεση με το ουσ. περίσσευμα-περισσεύματα.
Τσουλούφι : Παιρί σαρκΙτά τα μπερτσ̑έμια του (Το αγόρι κρεμάει τα τσουλούφια του) Σίλ. -Pernot.Gall. Μάνα, μάνα, μερ’ ω μάνα, τράβησ’ τα περτσέμια μου κι ξέβα (Μάνα, μάνα, μωρέ μάνα, τράβηξε τα τσουλούφια μου και βγες) Σίλ. -Κωστ.Σ.
Συνών. κεκίλι