μπερεκετσούζης
(επίθ.)
περεκετσούζι
[pereketˈsuzi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. bereketsiz = α) μη ευλογημένος β) μη παραγωγικός γ) λιγοστός.
1. Καταραμένος
2. Αστόχαστος, ασυλλόγιστος