μπετέρια
(επίρρ.)
μπετέρια
[beʹterʝa]
Σινασσ.
πετέρια
[peʹterʝa]
Σινασσ.
Από το επίθ. μπετέρ και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Πολύ
:
Το σέτερο το τουντούρ’ πετέρια καλά ψέν’ τα παχλά
(Ο δικός σας ο φούρνος ψήνει πολύ ωραία τα κουκιά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μπετέρια καλά τα είπες
(Πολύ καλά τα είπες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.