ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπετέρια (επίρρ.) μπετέρια [beʹterʝa] Σινασσ. πετέρια [peʹterʝa] Σινασσ. Από το επίθ. μπετέρ και το παραγωγ. επίθμ. .
Πολύ : Το σέτερο το τουντούρ’ πετέρια καλά ψέν’ τα παχλά (Ο δικός σας ο φούρνος ψήνει πολύ ωραία τα κουκιά) Σινασσ. -Λεύκωμα Μπετέρια καλά τα είπες (Πολύ καλά τα είπες) Σινασσ. -Τακαδόπ.