μπιαραγκιάρ
(επίθ.)
μπα̈ρα̈gιάρ
[bæʹræɉar]
Μισθ.
Πιθ. από το ουσ. παράγκα (ιταλ. baracca) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Για κατασκευές, πρόχειρος
:
Aτό ντου μποίκις τσείδι μπιαριάγκιαρ
(Aυτό που κατασκεύασες είναι πρόχειρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.