μπιγελέκος
(ουσ. αρσ.)
μπιγελέκος
[biʝeˈlekos]
Αξ.
μπιελέκος
[bieˈlekos]
Ανακ.
μπιελέκους
[bieˈlekus]
Μισθ.
μπιζελέκος
[bizeˈlekos]
Αραβαν.
μπιζελέκους
[bizeˈlekus]
Μαλακ., Μισθ.
μπουργαλέτσ̑'
[burɣa'letʃ]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. büvelek ή büğelek = αλογόμυγα, όπου και διαλεκτ. τύπ. büzelek.
1. Αλογόμυγα
Ανακ., Αξ., Μισθ.
:
Κένdανέν τα μπιελέκος
(Τα τσιμπούσε αλογόμυγα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
εγιρτζές
2. Είδος σφήκας
Αξ.
3. Κουνούπι
Αραβαν.
4. Μτφ., ενοχλητικός άνθρωπος, κυρίως για παιδιά
Αξ.