αγριομέλισσα
(ουσ. θηλ.)
αγρομέλ'σσα
[aɣroˈmelsa]
Σινασσ.
Ουδ.
αγρομέλισσα
[aɣroˈmelisa]
Γούρδ.
αγρομέν'σσα
[aɣroˈmensa]
Αραβαν., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἀγριομέλισσα (DGE). Για το α’ συνθ. αγρο- αντί αγριο- βλ. CGMG: 84).
1. Η κοινή μέλισσα (Apis melifera) σε άγρια κατάσταση
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γένεν αγρομέν'σσα
(Έγινε αγριομέλισσα˙ για καχεκτικά και κλαψιάρικα βρέφη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γαϊδουρομελίσσι :2
2. Είδος μικρής σφήκας που προσομοιάζει με μέλισσα (Vespa orientalis)
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Όλα τα μελίζια αν έθιαναν μέλι, ήθελαν να φκιάσουν κι οι αγρομέλ'σσες
(Αν όλες οι μέλισσες έφτιαχναν μέλι, θα έφτιαχναν και οι αγριομέλισσες˙ για όσους καυχιώνται για πράγματα που δεν μπορούν να επιτύχουν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πβ.
γαϊδουρομελίσσι :1, μπιγελέκος :2