εργαλειό
(ουσ. ουδ.)
εργαλειό
[erɣaˈʎo]
Τροχ.
Από το αρχ. ουσ. ἐργαλεῖον = εργαλείο (η σημ. μεσν.)
Αργαλειός
Συνών.
γουβί :2, ιστάρι, τεζκάχι :1, χώστρα