εργαλειό
(ουσ. ουδ.)
εργαλειό
[erɣaˈʎo]
Τροχ.
Από το αρχ. ουσ. ἐργαλεῖον = εργαλείο (η σημ. μεσν.)
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025