επιρρίπτω
(ρ.)
Παθ. Αόρ.
'πιρρίφτσ̑ηκα
[piˈriftʃika]
Σίλ.
Kατά τον Dawkins (1916: 634) από το αρχ. ἐπιρρίπτω = εκφέρω γνώμη.
Καταλαβαίνω