εξικλής
(επίθ.)
εξικλού
[eksiˈklu]
Σίλ., Τσαρικ.
εξουκλού
[eksuˈklu]
Σεμέντρ.
αξικλού
[aksiˈklu]
Μισθ.
Από το τουρκ. eksikli = ελαττωματικός, λειψός. Πβ. και νεότ. ἐξικλίκι.
1. Λειψός, που δεν είναι ολόκληρος όπως αρμόζει ή θεωρείται κανονικό
ό.π.τ.
:
Κ̒έσκε νας 'νι καλός, νας 'νι νιούγου εξικλού
(Μακάρι να γίνει καλά κι ας είναι λίγο σακάτης)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα τέκ' εξουκλού
(Μια γυναίκα μονάχη κι έρημη)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Συνών.
άσωστος, εξίκι, κιοτού, τσουρούκικος
2. Ως ουσ., γυναίκα, σύζυγος
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Εξικλού μ'
(H γυναίκα μου)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Συνών.
γυναίκα :2, γυναικόπουλο, καλός