εξικλής
(επίθ.)
εξικλού
[eksiˈklu]
Σίλ., Τσαρικ.
έξικλου
[ˈeksiklu]
Αξ.
εξουκλού
[eksuˈklu]
Σεμέντρ.
αξικλού
[aksiˈklu]
Μισθ.
Από το τουρκ. eksikli = ελαττωματικός, λειψός. Πβ. και νεότ. ἐξικλίκι.
1. Λειψός, που δεν είναι ολόκληρος όπως αρμόζει ή θεωρείται κανονικό
Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσαρικ.
:
Κ̒έσκε νας 'νι καλός, νας 'νι νιούγου εξικλού
(Μακάρι να γίνει καλά κι ας είναι λίγο σακάτης)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα τέκ' εξουκλού
(Μιά γυναίκα μονάχη κι έρημη)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Συνών.
άσωστος, εξίκι, κιοτού, τσουρούκικος
2. Ως ουσ., γυναίκα, σύζυγος
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
:
Εξικλού μ'
(H γυναίκα μου)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Έξικλου, ποίκε μ' ένα καφέ!
(Γυναίκα, κάνε μου έναν καφέ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γυναίκα :2, γυναικόπουλο, καλός :6
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025